Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Χάρτινα καράβια Νο2

Τα βλέφαρα έιναι μισο ανοιγμένα,βλέπουν το κενό,κάπου στο βάθος διακρίνεις την ψυχή ενώς μικρού κοριτσιού. Εκείνη ξαπλωμένη σε ένα μικρο σοφά και δίπλα της εκείνος, με γκρίζους κροτάφους να της καθαρίζει το πρόσωπο με απόλυτη λεπτότητα, της αποτραβά τα ξανθά μαλλιά της με τα λεπτά και περιποιημένα χέρια του, προσπαθόντας να καταλάβει που βρέθηκε μία τώσο όμορφη κοπέλα σε τόσο άσκιμη κατάσταση. Ξαυνικά τα γαλάνα ματια της άνοιξαν, κοιταξε τριγύρο και άρχισε πάλι να ουρλιάζει, να τραβιέτε, να σπρώχνει, ο νέος άνδρας προσπαθούσε να την ησηχάσει, εκεινη σηκώθηκε και κρυφτηκε σε μία γωνία δέν ήθελε να την πλησιάσει κανείς, σαν αγρίμι που βρέθηκε σε νέο κόσμο, σε ένα κλουβί.
-πεινάς; τη ρωτάει ο άνδρας απλώνοντας το χέρι του, δεν θα σε πειράξω, λυποθύμησες και σε έφερα στο σπίτι μου.
εκείνη με το βλέμμα τρομαγμένο μένει σιωπηλή καθετε σε μία γωνία πίσω απο ένα σκαληστό καφέ έπιπλο, το πληγιασμένα χέρια της περιεργάζοντε ένα μικρό σκάλισμα απο το έπιπλο.
-θα σου φτιάξω κάτι να φάς, εκείνος της ξαναλέει πλησιάζοντάς, με λένε Αλέξανδρο εσένα; και κανει να την πλησιασει ακόμα παραπάνω.
εκείνη βάζει το πρόσωπο της αναμεσα στα χέρια της και δεν βγάζει λέξη. Ο Αλέξανδρος έφειγε απο το δωμάτιο και εκείνη χωρίς να κουνηθει έρηξε ένα βλέμα στο χώρο.

Μετά απο 20 λεπτά ο άνδρας γύρισε στο χώρο που βρεισκόταν εκείνη, δεν την βρήκε πουθενά, κοίταξε τρυγίρο και την είδε σκεπασμένη σε μία άλλη άκρη του δωματίου, τον κοιταξε άλλα δεν είπε λέξη.
-σου έφτιαξα μία ομελέτα, δείχνωντας επιδεικτικα το πιάτο. Πώς σε λένε; την ρώτησε, ξέροντας ότι δεν θα πάρει απάντηση, θα σου αφείσω το πιάτι στο κρεββάτι, φάε πρέπει να πεινάς, δεν είμαι πολλύ καλλός μάγειράς, είπε κοροιδέυοντας τον εαυτό του, ελπίζοντας μία λέξη, πιστέυω να σου αρέσει, μπορείς να μείνεις όσο θές.
Εκείνη δέν σταμάτησε να τον κοιτάει, με το βλέμμα καρφομένο επάνο του, άρχησε να σέρνετε, προσπαθόντας να φτάσει το πιάτο. Τα πόδια της μάτωσαν, με το τραβιγμα στο πιάτο άνοιξαν οι πληγες της, φάνηκε να μήν την νοιάζει. Απλώνει το χέρι της πιάνει το πιάτο και τρεχει πίσω στην γωνία της τρώγοντας με μανία, με τα χέρια........

Πέρασαν 2 μέρες και γινόταν το ίδιο, καμία λέξη σαν ένα πληγωμένο πουλι που έτρωγε μόνο για να επιβιώσει, να γίνει καλά και να πετάξει. Εκείνος σιωπηλός, ελπίζοντας... εφευγε στη δουλειά γυρνούσε και εκείνη εκεί, δεν είχε πουθενά να πάει; Αναρωτιώταν, ποιός μπορεί να την έφτασε σε αυτό το σημείο; Άραγε δέν υπαρχει κανεις να την αναζητήσει; και πάνω στην σκέψη του ακούει εκεινη.
-Το όνομα μου, είπε με τρεμάμενη φώνη, είναι..........

Δεν υπάρχουν σχόλια: